πονταδόρος

πονταδόρος
ο, θηλ. -όρα, Ν
1. αυτός που ποντάρει, που μετέχει σε τυχερά παιχνίδια με κατάθεση χρηματικού ποσού
2. μετρητικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται στη γλυπτική, αλλ. σημειοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντάρω + κατάλ. -δόρος (πρβλ. τζογα-δόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σημειοθέτης — ο, Ν (καλ. τέχν.) ειδικό μετρητικό όργανο που μεταφέρει όλα τα σημεία ενός προπλάσματος στο ακατέργαστο μάρμαρο το οποίο θα χρησιμοποιήσει ο γλύπτης, κν. πονταδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημείο + θέτης (< τίθημι), πρβλ. νομο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • σημειοθέτης — ο ειδικό εργαλείο των γλυπτών, πονταδόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”