- πονταδόρος
- ο, θηλ. -όρα, Ν1. αυτός που ποντάρει, που μετέχει σε τυχερά παιχνίδια με κατάθεση χρηματικού ποσού2. μετρητικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται στη γλυπτική, αλλ. σημειοθέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντάρω + κατάλ. -δόρος (πρβλ. τζογα-δόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.